ακρίδα

ακρίδα
Κοινή ονομασία εντόμων που ανήκουν στις υποτάξεις των ξιφοφόρων και των κοιλοφόρων. Διακρίνονται εύκολα μεταξύ τους γιατί τα πρώτα έχουν πολύ μακριές και νηματοειδείς κεραίες, ενώ τα δεύτερα κοντόχοντρες· επιπλέον τα ξιφοφόρα έχουν μακρύ ωοαποθέτη σε σχήμα ξίφους (στο χαρακτηριστικό αυτό οφείλουν και την ονομασία τους) και παράγουν έναν χαρακτηριστικό ήχο (τριγμό) τρίβοντας τη μία με την άλλη τις βάσεις των ψευδελύτρων τους (των εμπρόσθιων δερματωδών πτερύγων). Τα κοιλοφόρα αντίθετα παράγουν ήχο τρίβοντας τους μηρούς των πίσω πηδητικών ποδιών τους στις άκρες των ψευδελύτρων τους. Οι α. ζουν σε σμήνη και συχνά μεταναστεύουν. Η μασητική στοματική συσκευή τους είναι καλά ανεπτυγμένη. Είναι φυτοφάγες και προκαλούν συχνά μεγάλες ζημιές στις καλλιέργειες. Κοινότατο ξιφοφόρο είναι η πράσινη α. (τεττιγονία η πράσινη) που ζει σε όλη την Ελλάδα, στα υγρά λιβάδια και στους θάμνους· γίνεται πολύ επιζήμια όταν εμφανίζεται σε εξαιρετικά μεγάλα σμήνη. Τα πιο επιβλαβή είδη ανήκουν στην οικογένεια των ακριδιδών, στην οποία περιλαμβάνονται και δύο είδη γνωστά από τις καταστρεπτικές μεταναστεύσεις τους: η α. της ερήμου (σχιστόκερκος ο αγελαίος), της οποίας η γεωγραφική κατανομή εκτείνεται από την κεντρική και βόρεια Αφρική έως την Αραβία, την Περσία και την Ινδία, φτάνοντας κάποτε και έως την Ισπανία και την Πορτογαλία, και η μεταναστευτική α. (παχότυλος ο πλάνης ή α. η μεταναστευτική). Το τελευταίο αυτό είδος, που προξενεί καταστροφές σε πολλές περιοχές της Εγγύς Ανατολής, της Ινδίας, της κεντρικής Ασίας και σε μεγάλο μέρος της Αφρικής και της Μαδαγασκάρης, είναι διαδεδομένο από τη νότια και ανατολική Ευρώπη έως την Ινδονησία και τη βόρεια Αυστραλία. Μελετώντας το είδος αυτό, το 1920, ο Ρώσος επιστήμονας Ουβάροφ ανακάλυψε –και η ανακάλυψή του αυτή έχει αποδειχθεί ότι ισχύει και για άλλα μεταναστευτικά είδη– ότι οι α. παρουσιάζουν διάφορα μορφολογικά χαρακτηριστικά (χρώμα, διαστάσεις, μορφή) ανάλογα με το αν έχουν το ένστικτο της αγέλης, της μετανάστευσης και της καταστροφής (α. η μεταναστευτική) ή το ένστικτο μονήρους ζωής, μόνιμης εγκατάστασης και είναι αβλαβείς (α. η μεταναστευτική danica). Τα είδη που απαντώνται περισσότερο στην Ελλάδα είναι δύο: η ιταλική α. (καλόπτηνος ο ιταλικός), που έχει κοκκινωπές πτέρυγες, και η μαροκινή α., που έχει στη ράχη της έναν σταυρό από σταχτιές κηλίδες, στον οποίο οφείλει και το επιστημονικό της όνομα: σταυρόνωτος ο μαροκινός. Άλλο είδος, αβλαβές, είναι η αιγυπτιακή α. (ακρίδιον το αιγυπτιακόν), που ζει μονήρης και συναντάται συχνά ακόμα και στους οικισμούς. Τέλος, υπάρχει και ένα σπάνιο είδος σαρκοφάγου α. που ζει στη νότια Ευρώπη και ονομάζεται σάγα η πράσινη. Την άνοιξη οι α. που ζουν στις τροπικές περιοχές μετακινούνται σε τεράστιες ομάδες προς τις εύκρατες περιοχές και διανύουν χιλιάδες χιλιόμετρα αργά και πηδώντας όσο είναι νέες και άπτερες, ταχύτερα και σε φοβερά σμήνη όταν αποκτήσουν πτέρυγες. Τα σμήνη αυτά, συχνά τόσο πυκνά ώστε να σκιάζουν τον ήλιο, μετακινούνται πετώντας με όχι μεγάλη ταχύτητα και κάνοντας έναν θόρυβο όμοιο με εκείνο της βροχής: ξαφνικά ορμούν στο έδαφος όπου σε ελάχιστο χρόνο καταβροχθίζουν όλα τα φυτά.Οι μεταναστεύσεις αυτές δεν έχουν καμιά κανονικότητα, ούτε από άποψη χρόνου ούτε από άποψη κατεύθυνσης, ώστε να επιτρέπουν βέβαιες προβλέψεις· γι’ αυτό τον λόγο όλες οι χώρες που είναι εκτεθειμένες σε αυτή τη μάστιγα συμφώνησαν να ιδρύσουν κέντρα παρατηρήσεων για την προέλευση, τις κατευθύνσεις και τις εποχές των μεταναστευτικών ρευμάτων. Οι α. έχουν την τάση να συγκεντρώνονται σε ομάδες και να μεταναστεύουν ωθούμενες από την πείνα και το ένστικτο της αναπαραγωγής. Μόλις βρεθούν πάνω στο έδαφος βυθίζουν την κοιλιά τους (που είναι εφοδιασμένη με ωοαποθέτη) μέσα στο χώμα και εναποθέτουν πολλά αβγά τυλιγμένα με μια προστατευτική μεμβράνη, το ωοθήκιο. Οι προνύμφες που γεννιούνται, μετακινούνται σε φάλαγγες και καταβροχθίζουν ό,τι συναντήσουν στον δρόμο τους. Μετά το προνυμφικό στάδιο, που η διάρκειά του ποικίλλει ανάλογα με το είδος, γίνεται η μεταμόρφωση· το φτερωτό έντομο που προκύπτει κατευθύνεται προς νέες και πιο απομακρυσμένες περιοχές. Στην Ελλάδα οι περιοχές που πλήττονται περισσότερο από τις α. είναι η οροσειρά Χάσια-Αντιχάσια, η Μαγνησία και ειδικότερα η περιοχή του Αλμυρού, καθώς και η περιοχή της Τρίπολης. Μία από τις μεγαλύτερες επιδρομές α. είχε γίνει στην Ελλάδα το 1926-27 και προκάλεσε ζημιές 200 εκατ. δραχμών· στη Φθιώτιδα μόνο, που είχε προσβληθεί περισσότερο, οι ζημιές ήταν πάνω από 100 εκατομμύρια. Η καταπολέμηση των α. γίνεται με διάφορους τρόπους: τα αβγά και οι νεαρότατες προνύμφες καταστρέφονται με το όργωμα και την κυλίνδρωση των μολυσμένων εδαφών· εναντίον των προνυμφών χρησιμοποιούνται φράγματα από λινάτσες, για να εμποδιστεί η μετανάστευση, καθώς και δηλητηριασμένα δολώματα. Για την καταστροφή των σμηνών εφαρμόζονται οι ψεκασμοί από αεροπλάνα. Ακρίδα του γένους λοκούστη της τροπικής Αφρικής. Η ακρίδα προκαλεί σοβαρές ζημιές στις καλλιέργειες. ΑΝΑΠΑΡΑΓΩΓΗ ΑΚΡΙΔΩΝ ΑΝΑΠΑΡΑΓΩΓΗ ΑΚΡΙΔΩΝ Η ακρίδα προκαλεί σοβαρές ζημιές στις καλλιέργειες.
* * *
η (AM ἀκρίς)
1. γενική ονομασία τών εντόμων που ανήκουν κυρίως στις οικογένειες Acrididae και Tettigoniidae.
2. σμήνος ακρίδων
νεοελλ.
1. επιδρομή ακρίδων
2. (για ανθρώπους) καχεκτικός, ισχνός
λέγεται επίσης και περιληπτικά για ομάδα ανθρώπων που προξενούν καταστροφές, που φέρνουν τον όλεθρο
3. φρ. «είναι ακρίδα», είναι άρπαγας
«τρώγω ακρίδες και μέλι», τρώγω πολύ λίγο, τρέφομαι με υπερβολική λιτότητα
«τρώγω σαν ακρίδα», τρώγω λαίμαργα, καταβροχθίζω
μσν.
κορυφή βλασταριού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ακρίδα, ήδη ομηρική, είναι αβέβαιης ετυμολογικής προελεύσεως. Η λ. προέρχεται πιθ. από το ηχοποιημένο ρήμα κρίζω «τρίζω», που σημαίνει πως η ονομασία τού εντόμου οφείλεται πιθ. στον τριγμό, στον θόρυβο που προκαλεί η ακρίδα κατά το πέταγμά της. Αν η ετυμολογία αυτή είναι ορθή, τότε το αρχικό α- τής λ. είτε είναι προθεματικό φωνήεν είτε αποτελεί προϊόν παρετυμολογικής συνδέσεως με το επίθ. άκρος.
ΠΑΡ. αρχ. ἀκρίδιον
νεοελλ.
ακριδάκι, ακρίδαρος, ακρίδι, ακριδίδες, ακριδικοί, ακρίδιο, ακριδίτσα, ακριδούλα, ακριδώδη.
ΣΥΝΘ. ακριδοφάγος αρχ. || ἀκριδοθήκη, || ἀκριδοθήρα
μσν.
|| ἀκριδομελίτροφος
νεοελλ.
ακριδογενής, ακριδοειδής, ακριδόκαρπος, ακριδοκτόνος, ακριδοκυνήγι, ακριδολόγος, ακριδομάχος, ακριδοπαθής, ακριδόπληκτος, ακριδοφαγωμένος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ακρίδα — η έντομο ορθόπτερο της οικογένειας των ακριδιδών …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀκρίδα — ἀκρίς grasshopper fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ακρίδαρος — ο (θηλ. ακριδάρα) [ακρίδα] μεγάλη ακρίδα …   Dictionary of Greek

  • ακριδάκι — το [ακρίδα] μικρή ακρίδα …   Dictionary of Greek

  • ακριδίτσα — η [ακρίδα] 1. το ακριδάκι* 2. παιχνίδι κατά το οποίο τα παιδιά μιμούνται την ακρίδα πηδώντας με τα τέσσερα (Εύβοια) …   Dictionary of Greek

  • ακριδοειδής — ές αυτός που μοιάζει με ακρίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ακρίδα + ειδής < είδος] …   Dictionary of Greek

  • αρθρόποδα — Φύλο ασπόνδυλων που ονομάζονται έτσι επειδή έχουν αρθρωτά πόδια. Στην πραγματικότητα όχι μόνο τα πόδια, αλλά ολόκληρο το σώμα τους αποτελείται από διάφορα τμήματα (άρθρα) που συνδέονται μεταξύ τους με αρθρώσεις ποικίλου σχήματος και κινητικότητας …   Dictionary of Greek

  • Arcadocypriot Greek — Distribution of Greek dialects in the classical period.[1] Western group …   Wikipedia

  • La cigarra y la hormiga — Ilustración de Milo Winter de 1919 …   Wikipedia Español

  • ακανθοβάτης — ἀκανθοβάτης, ο (θηλ. ἀκανθοβάτις, ιδος, η) (Α) όποιος περπατάει επάνω ή ανάμεσα στ’ αγκάθια λέγεται κυριολεκτικά («ἀκανθοβάτιν ἀκρίδα») και μεταφορικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄκανθα + βάτης < βαίνω] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”